Σε αντίθεση με την παραδοσιακή αντίληψη που το θεωρούσε ως ένα προϊόν γραπτού κυρίως λόγου, κείμενο (text) πλέον θεωρείται κάθε επικοινωνιακό γεγονός που παράγει νόημα, όπως ο χαιρετισμός δυο φίλων στον δρόμο, ένα βιβλίο, μια κινηματογραφική ταινία, μια διαφήμιση, μια τηλεφωνική συνδιάλεξη κτλ. Η μεταβολή αυτή επηρέασε, όπως ήταν αναμενόμενο, και τη γλωσσική διδασκαλία, η οποία πέρασε από την απομνημόνευση κανόνων και την απολαισιωμένη μελέτη πρότυπων κειμένων στην ανάπτυξη της γλωσσικής επίγνωσης μέσω της συνειδητής ενασχόλησης των μαθητών με τις λειτουργίες και τις χρήσεις αυθεντικών κειμένων σε διάφορες περιστάσεις επικοινωνίας.

Σύμφωνα με τους Robert-Alain de Beaugrande και Wolfgang Dressler υπάρχουν επτά κριτήρια που καθορίζουν την κειμενικότητα ενός γλωσσικού προϊόντος, δηλαδή την ικανότητά του να λειτουργεί ως κείμενο:

  1. Συνεκτικότητα (coherence): Είναι η νοηματική συνάφεια που συνδέει τις προτάσεις και τις ιδέες ενός κειμένου. Προκύπτει από τη γνώση του κόσμου που διαθέτει ο αναγνώστης και τον βοηθά να κατανοεί τις σχέσεις αιτίου-αποτελέσματος, χρόνου, αντίθεσης κ.ά.
  2. Συνοχή (cohesion): Αφορά τους λεξικοραμματικούς δεσμούς που συνδέουν τις λέξεις, τις φράσεις και τις προτάσεις στο κείμενο (όπως αντωνυμίες, συνδετικές λέξεις, επαναλήψεις, υποκαταστάσεις κ.ά.).
  3. Προθετικότητα (intentionality): Αναφέρεται στην επικοινωνιακή πρόθεση του πομπού, δηλαδή στο τι θέλει να πετύχει με το κείμενο (π.χ. να πείσει, να ενημερώσει, να συγκινήσει). Το κείμενο σχεδιάζεται για να εξυπηρετεί έναν σκοπό.
  4. Αποδεκτότητα (acceptability): Σχετίζεται με τη διάθεση και την προσδοκία του δέκτη να θεωρήσει το κείμενο ως κατάλληλο, ενδιαφέρον και κατανοητό, ώστε να το διαβάσει και να του αποδώσει νόημα.
  5. Πληροφορικότητα (informativity): Εκφράζει το βαθμό νέας πληροφορίας που περιέχει ένα κείμενο για τον αναγνώστη. Ούτε η απόλυτη προβλεψιμότητα ούτε η πλήρης ασάφεια ευνοούν την κατανόηση.
  6. Καταστασιακότητα (situationality): Αναφέρεται στο κατά πόσο το κείμενο ταιριάζει στην επικοινωνιακή περίσταση μέσα στην οποία παράγεται και ερμηνεύεται (ποιος μιλάει, σε ποιον, πού, πότε, γιατί κ.λπ.).
  7. Διακειμενικότητα (intertextuality): Δηλώνει τον διάλογο ενός κειμένου με άλλα κείμενα, δηλαδή τις ρητές ή έμμεσες αναφορές, επιρροές ή προσδοκίες που ενεργοποιούνται από τη γνώση προηγούμενων λόγων και πολιτισμικών κωδίκων.