Λεκτικός τρόπος που χαρακτηρίζεται από αναντιστοιχία ανάμεσα στο πραγματικό και το φαινομενικό με σκοπό την επίτευξη καλλιτεχνικών (π.χ. την αισθητική απόλαυση ή την κολακεία του αναγνώστη) ή ρητορικών αποτελεσμάτων (π.χ. την απαξίωση μιας άποψης ή συμπεριφοράς). Διακρίνεται σε: [α] Λεκτική ειρωνεία: Λεκτικός τρόπος που συνίσταται στην ασυμφωνία σημαίνοντος και σημαινόμενου (αρχ. ελλ. «είρων» = υποκριτής). Πραγματώνεται μέσω των υπαινιγμών, της αμφισημίας, της υπερβολής, του σαρκασμού, της συνύπαρξης διαφορετικών επιπέδων ύφους, του ψόγου από έπαινο ή του επαίνου από ψόγο, της εσωτερικής αντίφασης, της υποκριτικής υποστήριξης ενός προσώπου κτλ. [β] Δραματική/ τραγική ειρωνεία: Κατάσταση στην οποία το θεατρικό κοινό ή ο αναγνώστης μοιράζεται με τον συγγραφέα ή τον αφηγητή πληροφορίες που οι χαρακτήρες του έργου αγνοούν. [γ] Καταστασιακή ειρωνεία: Προκαλείται από τη διάσταση ανάμεσα στο τι συμβαίνει και το τι θα περίμενε κανείς (ή θα έπρεπε) να συμβεί. [δ] Σωκρατική ειρωνεία: Αναφέρεται στην υιοθέτηση στάσης άγνοιας και υποκριτικής διάθεσης για αποδοχή της άποψης των άλλων.