Λεκτικός τρόπος κατά τον οποίο ο κυριολεκτικός όρος μιας οντότητας αναφέρεται σε μια άλλη με την οποία, λόγω της καθημερινής εμπειρίας, έχει συνδεθεί στενά: [α] το σημαίνον αντί του σημαινόμενου [π.χ. Οι φρουροί του στέμματος (αντί του βασιλιά)], [β] το περιέχον αντί του περιεχόμενου [π.χ. Ήπιαμε ένα ποτηράκι (αντί κρασί) παραπάνω], [γ] μια αφηρημένη έννοια αντί μιας συγκεκριμένης [π.χ. Θα ληφθούν μέτρα για την τρίτη ηλικία (αντί για τους ηλικιωμένους)], [δ] ο δημιουργός αντί για τη δημιουργία [π.χ. Διαβάζει Όμηρο (αντί τα ομηρικά έργα) από το πρωτότυπο] κτλ. [α] Συμβάλλει στην πληρέστερη κατανόηση μιας έννοιας μέσω του συσχετισμού της με μια περισσότερο οικεία έννοια, ενώ ταυτόχρονα [β]  προσφέρει παραστατικότητα στο ύφος.