Λεκτικός τρόπος, που ανήκει στη μεταφορική γλώσσα και στον οποίο μια λέξη ή έκφραση χρησιμοποιείται με τρόπο που αποκλίνει από την καθιερωμένη (κυριολεκτική) σημασία της (χωρίς ωστόσο να δηλώνεται εμφανώς η σύγκριση, όπως συμβαίνει στην παρομοίωση) για λόγους [α] ρητορικούς (π.χ. για να εστιάσει την προσοχή σε μια ιδιότητα του πρωταρχικού θέματος που δεν ήταν αμέσως ορατή) ή/ και [β] αισθητικούς (π.χ. για να προσδώσει υφολογική ποικιλία σε ένα κείμενο). Η μεταφορά εμπλουτίζει διαρκώς το εκφραστικό δυναμικό μιας γλώσσας, προσθέτοντας στις λέξεις της νέες σημασιολογικές αποχρώσεις (π.χ. οξειδώθηκα μεσ’ τη νοτιά των ανθρώπων).