Η υπόταξη (υποτακτική σύνδεση) είναι ο τρόπος με τον οποίο μία πρόταση (εξαρτημένη) συνδέεται με μία άλλη (κύρια ή άλλη εξαρτημένη), στην οποία και στηρίζεται νοηματικά και γραμματικά. Η εξαρτημένη πρόταση δεν μπορεί να σταθεί μόνη της, γιατί το νόημά της συμπληρώνει ή προσδιορίζει την κύρια. Η σύνδεση γίνεται με υποτακτικούς συνδέσμους: χρονικούς, αιτιολογικούς, υποθετικούς, αντιθετικούς κτλ. (π.χ. «Ο μαθητής έγραψε καλά, επειδή είχε μελετήσει πολύ»).
Η χρήση της υπόταξης επιτρέπει λεπτομερέστερη και πιο σύνθετη νοηματοδότηση: εκφράζει σχέσεις αιτίας, χρόνου, όρου, σκοπού, αντίθεσης κ.ά. Επικοινωνιακά, προσδίδει δομή, ακρίβεια και λογική συνοχή στον λόγο. Σε αφηγηματικά ή δοκιμιακά κείμενα, η υπόταξη συμβάλλει στη σαφήνεια, στην επιχειρηματολογία και στην ανάπτυξη ιδεών με βάθος, αν και, όταν υπερχρησιμοποιείται, μπορεί να οδηγήσει σε περίπλοκες ή βαρυφορτωμένες φράσεις.